καταδατούμαι

καταδατούμαι
καταδατοῡμαι, -έομαι (Α)
1. μοιράζομαι τροφή με άλλους
2. κατασπαράζω
3. διανέμω, μοιράζω («τὰν γᾱν κατεδασσάμεθα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δατοῦμαι «μοιράζομαι κάτι με άλλους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”